Από τη Γωγώ Καρκάνη
«Ελπίζω να είναι ανόητη· αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει ένα κορίτσι σ’ αυτόν τον κόσμο: να είναι μια όμορφη, μικρή ανόητη» έγραφε ο Francis Scott Fitzgerald στο «The Great Gatsby», το εμβληματικό μυθιστόρημα των ’20s. Αυτή η φαινομενικά σεξιστική δήλωση είναι βαθιά φεμινιστική, αν ερμηνευθεί ως ειρωνικό σχόλιο σε μια κοινωνία που μέχρι τις αρχές των roaring twenties δεν ήταν φτιαγμένη για ξύπνιες γυναίκες. Κάτι που άρχισε να αλλάζει, όχι τόσο αθόρυβα αλλά με την ένταση της ζωντανής τζαζ, χάρη στις flappers που άνοιξαν τον δρόμο για τη γυναικεία χειραφέτηση.
«Where there’s smoke there’s fire» (circa 1925) του Αμερικανού καλλιτέχνη Russell Patterson (1893-1977).
Daisy Fay, η διασημότερη flapper
Ίσως δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτική flapper από την Daisy Fay -τον επινοημένο χαρακτήρα του μυθιστορήματος «The Great Gatsby»-, σύζυγο του βαθύπλουτου Tom Buchanan και αντικείμενο πόθου του Jay Gatsby, ο οποίος εγκαθίσταται σε έπαυλη στο Λονγκ Άιλαντ και αρχίζει να οργανώνει μεγαλειώδη πάρτι, με απώτερο σκοπό να την ξανακερδίσει. Όπως η Daisy Fay, έτσι κι οι πιο μοντέρνες γυναίκες των ’20s έκαναν ό,τι και οι άντρες: φλέρταραν, χόρευαν τζαζ και ιδιαίτερα τσάρλεστον, έπιναν (πολύ), κάπνιζαν (αρειμανίως), οδηγούσαν, εργάζονταν. Σύμμαχος στον ξέφρενο τρόπο ζωής τους έγινε η μόδα της εποχής, με την Coco Chanel και το garçonne look της να πρωτοστατούν. Μια μόδα που απελευθερώθηκε από τους βικτοριανούς κορσέδες και τις βαριές στρώσεις υφασμάτων και υποδέχτηκε το κοντό καρέ, τα διάφανα καλσόν και τα ριχτά, αμάνικα φορέματα, των οποίων ο ποδόγυρος ολοένα κόνταινε όσο προχωρούσε η δεκαετία, αρχικά αποκαλύπτοντας -ω, τι σκάνδαλο!- τον αστράγαλο και σταδιακά φτάνοντας ως το γόνατο. Η σιλουέτα έγινε λιγότερο πληθωρική, απομυθοποιώντας τις καμπύλες, και περισσότερο ανδρόγυνη.
Ευνοϊκές συνθήκες
Οι flappers ήταν μια φυσική εξέλιξη των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών. Ήδη από το 1880, το ποσοστό γεννήσεων είχε αρχίσει να πέφτει, τα διαζύγια να αυξάνονται και, κυρίως, οι γυναίκες να εισβάλλουν στην αγορά εργασίας, έστω και σε πιο παραδοσιακούς ρόλους, όπως ως γραμματείς, οικιακές βοηθοί, νοσοκόμες, εργάτριες. Μέχρι το 1920, το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες είχε κατοχυρωθεί σε ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, Ολλανδία, Καναδά και σε πολλές ακόμα χώρες – η Ελλάδα θα το κατακτούσε μόλις το 1952.
Η πρωτόγνωρη οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών συνάντησε την ευμάρεια των ’20s, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ που δεν είχαν ρημάξει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ευμάρεια που έφτασε στα άκρα και αντικατοπτρίστηκε στα πολυτελή πάρτι του «Great Gatsby». Η κοινωνική κινητικότητα της δεκαετίας του ’20 που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ, τροφοδοτούμενη από την Ποτοαπαγόρευση, όπως γράφει η Sarah Churchwell -καθηγήτρια ανθρωπιστικών επιστημών και συγγραφέας του βιβλίου «Careless People: Murder, Mayhem and the Invention of The Great Gatsby» (2013)-, ευνόησε χαρακτήρες όπως ο Gatsby, «νεόπλουτους αμφίβολης προέλευσης, που ξαφνικά είχαν όλα εκείνα τα χρήματα που σκόρπιζαν». Αλλά ακόμα και οι γυναίκες της μεσαίας τάξης αναδείχθηκαν σε υπολογίσιμη αγοραστική δύναμη, αποκτώντας πρόσβαση σε αγαθά που έλυσαν τα χέρια τους εντός και εκτός σπιτιού, όπως η ηλεκτρική σκούπα, το πλυντήριο, το αυτοκίνητο.
Εξώφυλλο του περιοδικού Life που κυκλοφόρησε στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, φιλοτεχνημένο από τον Αμερικανό καλλιτέχνη Frank Xavier Leyendecker (1876-1924).
Σεξ, έρωτας και γάμος
Οι flappers απολάμβαναν το φλερτ, τον έρωτα, ακόμα και τις προγαμιαίες σχέσεις. Καθυστερούσαν τον γάμο και, όταν αποφάσιζαν να «αποκατασταθούν», μπορεί να το έκαναν αντισυμβατικά, ας πούμε με ένα midi νυφικό. Ακόμα και οι ισορροπίες μέσα στον γάμο άλλαξαν: Παράλληλα με τη διάδοση της αντισύλληψης, ιδιαίτερα στις πιο προνομιούχες γυναίκες, «άλλαξε η αντίληψη της γυναικείας σεξουαλικότητας, και μέσα στον γάμο αναπτύχθηκε μια αίσθηση, αν όχι ισότητας, μεγαλύτερης συντροφικότητας μεταξύ των αντρών και των γυναικών» σχολιάζει η Lynn Dumenil, συγγραφέας του βιβλίου «The Modern Temper: American Culture and Society in the 1920s» (1995).
Από την άλλη, η επανάστασή τους δεν ήταν χωρίς τίμημα. «Έξαλλες» και «χαλαρών ηθών» ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που τις συνόδευαν, χωρίς την Daisy Fay του «The Great Gatsby» να βρίσκεται στο απυρόβλητο της κοινωνικής κριτικής. «Το μυθιστόρημα καταγράφει μια στιγμή του πολιτισμού που όσο χαιρέτιζε τη γυναικεία χειραφέτηση, άλλο τόσο ανησυχούσε από αυτήν» καταλήγει η Churchwell. Τα στερεότυπα καλά κρατούσαν. Το διαζύγιο -αν και σε ανοδική πορεία- παρέμενε ταμπού, ενώ η πλειοψηφία των γυναικών σταματούσε να εργάζεται μετά τον γάμο (Gail Collins, βιβλίο «America’s Women»). Ακόμα και η Zelda Fitzgerald δεν έμεινε στην ιστορία ως συγγραφέας και καλλιτέχνιδα, αλλά ως η μούσα του συζύγου της Francis Scott Fitzgerald.
Η κληρονομιά τους
Το μεγάλο κραχ τοu ’29 σηματοδότησε το τέλος των flappers και των roaring twenties ή αλλιώς «του πιο ακριβού οργίου στην ιστορία», όπως τα είχε αποκαλέσει ο συγγραφέας του «The Great Gatsby». Η οικονομική ύφεση έφερε μια οπισθοχώρηση στα ήθη και το στιλ, με τη μόδα να επιστρέφει στην τονισμένη μέση και τα μακρύτερα φορέματα. Όμως, οι επαναστάτριες των ’20s άφησαν δυνατή παρακαταθήκη. Στη δημόσια σφαίρα, μέσα στις επόμενες δεκαετίες, όλο και περισσότερες γυναίκες θα διεκδικούσαν μια θέση στην αγορά εργασίας αλλά και τη μόρφωση. Στην ιδιωτική, «η στροφή της οικογένειας προς μικρότερα σχήματα, ο έλεγχος γεννήσεων, οι λιγότεροι περιορισμοί στην προσωπική ζωή, αυτές οι αλλαγές ήταν μόνιμες» κατά την Dumenil. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι flappers, επαναπροσδιορίζοντας τα όρια ανάμεσα στους ρόλους των φύλων, επινόησαν τη μοντέρνα γυναίκα.
Διαβάστε επίσης…
Το να παντρεύεσαι από έρωτα είναι επαναστατική πράξη;
Και τώρα, τι γράφουμε στο προσκλητήριο γάμου; Ένας πλήρης οδηγός