Θυμάμαι σαν χθες τη μέρα που χώρισε η Ελένη Μενεγάκη. Τότε –μικρή εγώ–, στην αρχή της καριέρας μου ως δημοσιογράφου, δούλευα στο μεγαλύτερο για την εποχή gossip περιοδικό και θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια του τι συνέβη στο γραφείο όταν έσκασε η είδηση. Ο χρόνος πάγωσε. Οι editors έτρεχαν σε κατάσταση αλλοφροσύνης δεξιά και αριστερά. Θυμάμαι ότι ψάχναμε ένα vector κεραυνού για να μπει ανάμεσα στην Ελένη και τον Γιάννη (Λάτσιο), σε ένα τεύχος που κυκλοφόρησε –για πρώτη φορά στην ιστορία του τίτλου– άλλη μέρα από την καθιερωμένη Τετάρτη και ξεπούλησε σαν φρέσκο ψωμάκι – μέσα σε χρόνο dt είχε εξαφανιστεί από όλα τα περίπτερα της χώρας. Φαντάζομαι, αντίστοιχα, την πλευρά της αναγνώστριας, που σε μια εποχή χωρίς social media και άμεση ενημέρωση, ντύθηκε όπως όπως, έπιασε τα μαλλιά της αλογοουρά, έβαλε στην τσέπη της πορτοφόλι και κλειδιά κι έφυγε οριακά με τις παντόφλες για να φτάσει τρέχοντας στο περίπτερο της γειτονιάς, όπου θα κατάφερνε –ήλπιζε να το προλάβει– να αγοράσει το περιοδικό που θα είχε όλες τις πληροφορίες του πολύκροτου χωρισμού που έβαζε τέλος στον μυθικό γάμο της «βασίλισσας» Ελένης.
Ήταν 29 Ιανουαρίου του 2010.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, τα πράγματα έχουν πάρει άλλη τροπή. Πλέον οι ανακοινώσεις των διαζυγίων δεν αποτελούν καν αυτό που στη διαδικτυακή δημοσιογραφία ονομάζεται clickbait (click + bait, δηλαδή δόλωμα, μια ορολογία που περιγράφει άρθρα με εντυπωσιακούς τίτλους που έχουν ως στόχο να δελεάσουν, να «ψαρέψουν» αναγνώστες). Οι τίτλοι είναι συνταρακτικοί, δακρύβρεχτοι, τραβηχτικοί, όμως η ίδια η είδηση ενός χωρισμού, οποιουδήποτε χωρισμού, περνάει πλέον αδιάφορα από μπροστά μας. Μπορεί την ώρα που τη διαβάζεις να γυρίσεις στη συνάδελφό σου στο γραφείο και να πεις ένα… «χώρισε και η Οικονομάκου», αλλά η ανοσία μας στα διαζύγια και τους χωρισμούς είναι πλέον καλά εγκατεστημένη.
Φαίνεται πως –αν μιλήσουμε με όρους Covid-19– εκτεθήκαμε τόσο πολύ αυτά τα χρόνια στον «ιό» του διαζυγίου, που έχουμε αποκτήσει ανοσία τόσο στο ίδιο το στέλεχος όσο και στις πιθανές μεταλλάξεις του. Χώρισε γιατί είχε άλλον, είχε άλλη από πριν, είχαν χωρίσει χρόνια και δεν το έλεγαν, τον έπιασε με τη γραμματέα του, την έπιασε με τον κολλητό τους, μα την απατούσε χρόνια, οπότε καλά του έκανε… και άλλες πολλές μεταλλάξεις του αυθεντικού στελέχους έρχονται να δημιουργήσουν μια πανδημία διαζυγίων που όμως μοιάζει να μη μας επηρεάζει.
Γιατί όμως καταναλώνουμε αμάσητους τους χωρισμούς;
Σκέφτομαι πως μπορεί από την αρχή να μην πιστέψαμε ποτέ στην αληθινή αγάπη ορισμένων ζευγαριών (ή και γενικά στην αληθινή αγάπη – βάζω ερωτηματικά). Και δεν αναφέρομαι μόνο στους διάσημους, αλλά και στους φίλους μας, που χωρίζουν μαζικά. Μπορεί ο ίδιος ο θεσμός του γάμου –πόσο ακούγομαι σαν 80χρονη;– να έχει κλονιστεί τόσο πολύ, που το διαζύγιο να αποτελεί πια ένα φυσιολογικό εντός πολλών εισαγωγικών κομμάτι της διαδικασίας «γνωριμία-έρωτας-γάμος-παιδιά (με ερωτηματικό και αυτό)-διαζύγιο-νέα ζωή στα 45». Σκέφτομαι επίσης πως –θα μιλήσω ως γυναίκα τώρα– οι γυναίκες, μέσα από τη χειραφέτησή μας, αισθανόμαστε και μπορούμε να είμαστε πιο δυνατές, και άρα ανεξάρτητες, κι έτσι, όταν δούμε ότι κάτι δεν δουλεύει, παίρνουμε την απόφαση να προχωρήσουμε μόνες. Και πόσο μας ζηλεύει, είμαι σίγουρη, η γενιά των μαμάδων μας, που είναι βέβαιο πως μεγάλο ποσοστό εξ αυτών θα ήθελε να είχε τις δυνάμεις να τραβήξει χωριστό δρόμο και να ξαναφτιάξει τη ζωή του, στο κατά Μπισμπίκη ευαγγέλιο.
Δεν θα πάρω θέση για το αν η πανδημία των διαζυγίων έχει αρνητικό ή θετικό πρόσημο, και μάλιστα θα πρέπει να αλλάξω τον όρο «πανδημία». Να πούμε trend; Να πούμε αύξηση; Να το πούμε απλά «φαινόμενο», για να το παρατηρήσουμε από απόσταση, κοινωνιολογικά; Όπως κι αν το βαφτίσουμε, τα νούμερα είναι εδώ και είναι εντυπωσιακά. Το 2022 τα διαζύγια ήταν 14.477, το 2021 ήταν 13.921, ενώ το 2016 –πάντα με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας– ήταν 11.013.
Οι άνθρωποι χωρίζουν, όπως οι άνθρωποι τρώνε, ταξιδεύουν, ερωτεύονται, δουλεύουν. Η απόφαση ενός διαζυγίου έχει μπει πλέον στη σφαίρα του φυσιολογικού και, όταν δεν γίνεται εν θερμώ, αλλά έχει σκοπό να βοηθήσει το –πρώην– ζευγάρι να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή χωριστά, τότε σίγουρα έχει βάση. Σε κάθε περίπτωση, και θα κλείσω αυτό το άρθρο γράφοντας μόνο ως μαμά και όχι ως δημοσιογράφος, εάν υπάρχουν παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας, είναι για εμένα απαράβατος και ιερός όρος οι δύο πρώην σύντροφοι, που παραμένουν γονείς για πάντα, να προστατεύσουν τα παιδιά τους από την έκθεση, την ανασφάλεια, τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και, γιατί όχι, να ζητήσουν βοήθεια ώστε το πέρασμα από το μαζί στο χώρια να γίνει όσο πιο ομαλά γίνεται. Τα παιδιά είναι και παραμένουν πάντα τα πιο σημαντικά μέλη της εξίσωσης που λέγεται οικογένεια, όποια μορφή κι αν πάρει αυτή.
Διαβάστε αυτό το άρθρο και ακόμα περισσότερα στο νέο τεύχος του Yes I Do
που κυκλοφορεί σε 300 premium σημεία σε όλη την Ελλάδα.